ωοφάγος

ωοφάγος
ος , ον питающийся яйцами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ωοφάγος" в других словарях:

  • ωοφάγος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που τρώει πολλά αβγά, που τού αρέσουν τα αβγά, αβγοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • ωοβόρος — α, ο, Ν ωοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη] …   Dictionary of Greek

  • ωοφαγία — η, Ν διατροφή κυρίως με αβγά, το να τρώει κανείς πολλά αβγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»